- αντικραίνω
- αντικρένω αμετ.1) отвечать; 2) возражать; противоречить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντικραίνω — κ. κρένω 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αντιμιλώ … Dictionary of Greek